Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ζηλέψετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζηλεύω
  2. θα ζηλέψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζηλεύω