Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ζευγαρίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ζευγαρίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζευγαρίζω
  3. θα ζευγαρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζευγαρίζω