ζεσταθούν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαζεσταθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζεσταίνομαι
- θα ζεσταθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζεσταίνομαι
ζεσταθούν