Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ζαβλάκωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ζαβλακώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ζαβλακώνω