Ετυμολογία

επεξεργασία
ζίζιρος < ονοματοποίηση από τον ήχο που κάνει ο τζίτζικας "ζι-ζι-ζι"

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζίζιρος αρσενικό (κυπριακά)

  1. ο τζίτζικας
  2. παραδοσιακό παιγνίδι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία