Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ζέψουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζεύω
  2. θα ζέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζεύω