Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὐχετικῶς < εὐχετικ(ός) + -ῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

εὐχετικῶς

  Πηγές επεξεργασία