Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὐφωνία < εὔφωνος < εὖ + φωνή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εὐφωνία θηλυκό

  • καλή φωνή