Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εφόρμησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος εφορμώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος εφορμώ