Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εφόρμησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εφόρμησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
εφορμώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
εφορμώ