Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εφοδιάσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εφοδιάζω
  2. θα εφοδιάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εφοδιάζω