Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εφοδιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εφοδιάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εφοδιάζω
  3. θα εφοδιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εφοδιάζω