Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευτόλμως
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευτόλμως
<
αρχαία ελληνική
εὐτόλμως
<
εὔτολμος
Επίρρημα
επεξεργασία
ευτόλμως
(
λόγιο
) με
ευτολμία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευτόλμως
→
δείτε
τη λέξη
εύτολμα