Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευτόλμως < αρχαία ελληνική εὐτόλμως < εὔτολμος

  Επίρρημα επεξεργασία

ευτόλμως

  Μεταφράσεις επεξεργασία