Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ευτυχήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ευτυχώ
  2. θα ευτυχήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ευτυχώ