ευτυχήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ευτυχήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ευτυχώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ευτυχώ
- θα ευτυχήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ευτυχώ