Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ευτρεπίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ευτρεπίζω
  2. θα ευτρεπίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ευτρεπίζω