ευπροσώπως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευπροσώπως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐπροσώπως < εὐπρόσωπος (με χαμογελαστό πρόσωπο, απατηλός)[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε ευπρόσωπ(ος) + -ως.
Επίρρημα επεξεργασία
ευπροσώπως
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευπροσώπως
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ευπρόσωπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- «ευπρόσωπος (& ευπροσώπως)» & σχόλιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)