ευνουχίσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ευνουχίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ευνουχίζω
- θα ευνουχίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ευνουχίζω
ευνουχίσουν