Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ευλογήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ευλογώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ευλογώ
  3. θα ευλογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ευλογώ