Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ευαισθητοποιηθούν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ευαισθητοποιούμαι
  2. θα ευαισθητοποιηθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ευαισθητοποιούμαι