ευαισθητοποιήσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαευαισθητοποιήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ευαισθητοποιώ
- θα ευαισθητοποιήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ευαισθητοποιώ