Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εσάνς < γαλλική essence

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εσάνς θηλυκό άκλιτο

  • συμπυκνωμένη αρωματική ουσία σε μορφή ελαίου ή σκόνης που χρησιμοποιείται στην παρασκευή αρωμάτων αλλά και γλυκισμάτων

  Μεταφράσεις επεξεργασία