Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ερημώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ερημώνω
  2. θα ερημώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ερημώνω