ερημοδικήσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ερημοδικήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ερημοδικώ
- θα ερημοδικήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ερημοδικώ