ερειπώσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ερειπώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ερειπώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ερειπώνω
- θα ερειπώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ερειπώνω