εποικίσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεποικίσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εποικίζω
- θα εποικίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εποικίζω
εποικίσετε