επιχώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιχώνω < αρχαία ελληνική ἐπιχώννυμι
Ρήμα
επεξεργασίαεπιχώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιχώνω | επίχωνα | θα επιχώνω | να επιχώνω | επιχώνοντας | |
β' ενικ. | επιχώνεις | επίχωνες | θα επιχώνεις | να επιχώνεις | επίχωνε | |
γ' ενικ. | επιχώνει | επίχωνε | θα επιχώνει | να επιχώνει | ||
α' πληθ. | επιχώνουμε | επιχώναμε | θα επιχώνουμε | να επιχώνουμε | ||
β' πληθ. | επιχώνετε | επιχώνατε | θα επιχώνετε | να επιχώνετε | επιχώνετε | |
γ' πληθ. | επιχώνουν(ε) | επίχωναν επιχώναν(ε) |
θα επιχώνουν(ε) | να επιχώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επίχωσα | θα επιχώσω | να επιχώσω | επιχώσει | ||
β' ενικ. | επίχωσες | θα επιχώσεις | να επιχώσεις | επίχωσε | ||
γ' ενικ. | επίχωσε | θα επιχώσει | να επιχώσει | |||
α' πληθ. | επιχώσαμε | θα επιχώσουμε | να επιχώσουμε | |||
β' πληθ. | επιχώσατε | θα επιχώσετε | να επιχώσετε | επιχώστε | ||
γ' πληθ. | επίχωσαν επιχώσαν(ε) |
θα επιχώσουν(ε) | να επιχώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιχώσει | είχα επιχώσει | θα έχω επιχώσει | να έχω επιχώσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιχώσει | είχες επιχώσει | θα έχεις επιχώσει | να έχεις επιχώσει | ||
γ' ενικ. | έχει επιχώσει | είχε επιχώσει | θα έχει επιχώσει | να έχει επιχώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιχώσει | είχαμε επιχώσει | θα έχουμε επιχώσει | να έχουμε επιχώσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιχώσει | είχατε επιχώσει | θα έχετε επιχώσει | να έχετε επιχώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιχώσει | είχαν επιχώσει | θα έχουν επιχώσει | να έχουν επιχώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιχώνω
|