Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

επιχωμάτωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος επιχωματώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος επιχωματώνω