επιχρίσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επιχρίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιχρίω
- θα επιχρίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιχρίω
επιχρίσουμε