Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επιχορήγησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος επιχορηγώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος επιχορηγώ