Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επιχαλκώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιχαλκώνω
  2. θα επιχαλκώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιχαλκώνω