επιχαλκώσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επιχαλκώσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιχαλκώνω
- θα επιχαλκώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιχαλκώνω