Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επιχαλκώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επιχαλκώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιχαλκώνω
  3. θα επιχαλκώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιχαλκώνω