επιφυλαχθείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επιφυλαχθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιφυλάσσομαι
- θα επιφυλαχθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιφυλάσσομαι
επιφυλαχθείς