Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επιφορτίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιφορτίζω
  2. θα επιφορτίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιφορτίζω