Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

επιτύχω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιτυγχάνω
  2. θα επιτύχω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιτυγχάνω