επιτύχουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπιτύχουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιτυγχάνω
- θα επιτύχουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιτυγχάνω
επιτύχουν