Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

επιτύχει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επιτυγχάνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιτυγχάνω
  3. θα επιτύχει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιτυγχάνω