επιτρέψουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επιτρέψουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιτρέπω
- θα επιτρέψουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιτρέπω
επιτρέψουμε