Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επιτιμήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιτιμώ
  2. θα επιτιμήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιτιμώ