επιτιμήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επιτιμήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επιτιμώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιτιμώ
- θα επιτιμήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιτιμώ