Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

επιτηδευτώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιτηδεύομαι
  2. θα επιτηδευτώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιτηδεύομαι