επιτεθούν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επιτεθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιτίθεμαι
- θα επιτεθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιτίθεμαι
επιτεθούν