Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

επισφραγίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επισφραγίζω
  2. θα επισφραγίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επισφραγίζω