Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

επισφραγίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επισφραγίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επισφραγίζω
  3. θα επισφραγίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επισφραγίζω