επισφραγίσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπισφραγίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επισφραγίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επισφραγίζω
- θα επισφραγίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επισφραγίζω