επιστέψει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπιστέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επιστέφω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιστέφω
- θα επιστέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιστέφω