επισπεύσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπισπεύσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επισπεύδω
- θα επισπεύσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επισπεύδω
επισπεύσουν