Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

επισπεύσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επισπεύδω
  2. θα επισπεύσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επισπεύδω