επιπωματίσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπιπωματίσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιπωματίζω
- θα επιπωματίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιπωματίζω
επιπωματίσω