Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επιπωματίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιπωματίζω
  2. θα επιπωματίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιπωματίζω