Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επινικελώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επινικελώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επινικελώνω
  3. θα επινικελώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επινικελώνω